-
1 ἔνη
ἔνη, att. ἕνη, ἡ, sc. ἡμέρα, 1) der Tag vor der νουμηνία, der 30ste Tag im athen. Monat, wo der alte Monat des Mondenjahres mit dem neuen zusammentrifft, seit Solon (vgl. Plut. gol. 25) ἔνη καὶ νέα (eigtl. der alte u. neue), wie schon ἔνη Hes. O. 768 zu nehmen ist, dem vorangegangenen τριακάς entsprechend, vgl. Buttm. zu Dem. Mid. p. 131 u. Ideler Chronol. p. 266 s. – 2) übermorgen; εἰς ἔνην Ar. Ach. 172; ἔς τ' αὔριον ἔς τ' ἔννηφιν Hes. O. 408; auch αὔριον ἢ ἔννηφι; – ἕνης, übermorgen, Ar. Eccl. 797; dor. ἔνας, Theocr. 18, 14; ἐς ἕνης steht D. Cass. 47, 41, l. d.
См. также в других словарях:
έννηφιν — ἔννηφιν και ἔνηφιν επικ. τ. τής δοτ. ενικ. τού θηλ. τού επιθ. ένος, η, ον (Α) την τρίτη μέρα, μεθαύριο («ἔς τ αὔριον ἔς τ ἔνηφιν» και για αύριο και για μεθαύριο, Ησίοδ.) … Dictionary of Greek
ένος — (I) ἔνος, ο (Α) το έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ένος είναι μτγν. και προήλθε πιθ. κατ απόσπαση από τα σύνθετα δίενος, τρίενος, τετράενος κ.ά. (Για την ετυμολ. τού ενος βλ. λ. ενιαυτός)]. (II) ἔνος, η, ον (Α) (μόνο σε πλάγ. πτώσεις τού θηλ.) μεθαύριο («ἐς… … Dictionary of Greek